Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μενεπτόλεμος
μενετέον
μενετικός
μενετός
μενεφύλοπις
μενεχάρμης
μένημα
μενητέον
μενθήρη
μενθηρίζω
μέννης
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μενοινής
μένος
μεντάγρα
μεντιόπον
μέντοινε
μέντον
Μεντορουργής
View word page
μέννης
μέννης· μένε κύριε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέννης
Headword (normalized):
μέννης
Headword (normalized/stripped):
μεννης
IDX:
66278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66279
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέννης·</span> <span class="foreign greek">μένε κύριε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}