ἀναισιμόω
ἀναισιμ-όω, impf. ἀναισίμουν (v.infr.): aor. subj. ἀναισιμώσωσι (v. infr.): pf. ἀνῃσίμωκα v.l. in Cyr. 2.2.15 :— Pass., aor. ἀναισιμώθην: pf. ἀναισίμωμαι:—
A). use up, use, spend, consume, τὸν χοῦν .. ἀναισίμου he used up the earth, ; 1.185 ἵνα μὴ τὸν σῖτον ἀναισιμώσωσι 3.150 :— Pass., οἶνος ἀναισιμοῦται 2.60 ; εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται 1.72 , cf. 2.11 , 5.53 : often ἀ. ἔς τι to be used for a purpose, or spent upon a thing, τεσσεράκοντα καὶ ἑκατὸν τάλαντα ἐς τὴν ἵππον ἀναισιμοῦτο 3.90 ; ὅσα ἐς συρμαίην ἀναισιμώθη 2.125 ; ταλάντων χιλιάδες ἀναρίθμητοι ἀναισίμωνται (sc. ἐς τὴν πυραμίδα) ib. 134 ; also κοῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται; where (i.e. how) are these disposed of? 3.6 ; δεῖ ἔτι φράσαι ἵνα ἡ γῆ ἀναισιμώθη 1.179 .(ἀνα-, αἴσιμος, q. v.; Ion. (and v.l. in Cyr. 2.2.15 ); κατ- in Com., otherwise not found in Att., who use ἀναλίσκω, δαπανάω.)