Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
μεμπτός
μεμυδότος
μέμφειρα
μεμφητός
μεμφίδες
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμφωλή
μεμψιβολέω
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρητέον
μεμψιμοιρία
View word page
μεμυδότος
μεμυδότος·
ῥέοντος
,
Hsch.
μέμῡκα
, pf. both of
μυκάομαι
and
μύω
.
μεμύκωται·
πεπύκνωται
, Id.
μεμύλληκε·
διέστραπται, συνέστραπται
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμυδότος
Headword (normalized):
μεμυδότος
Headword (normalized/stripped):
μεμυδοτος
IDX:
66242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμυδότος·</span> <span class="foreign greek">ῥέοντος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μέμῡκα</span>, pf. both of <span class="foreign greek">μυκάομαι</span> and <span class="foreign greek">μύω</span>. <span class="orth greek">μεμύκωται·</span> <span class="foreign greek">πεπύκνωται</span>, Id. <span class="orth greek">μεμύλληκε·</span> <span class="foreign greek">διέστραπται, συνέστραπται</span>, Id.</div><br><br>'}