Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
μεμπτός
μεμυδότος
μέμφειρα
μεμφητός
μεμφίδες
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμφωλή
μεμψιβολέω
View word page
μεμουνωμένος
μεμουνωμένος
, Ion. pf. part. Pass. of
μονόω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμουνωμένος
Headword (normalized):
μεμουνωμένος
Headword (normalized/stripped):
μεμουνωμενος
IDX:
66239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66240
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμουνωμένος</span>, Ion. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">μονόω</span>.</div><br><br>'}