Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
μεμπτός
μεμυδότος
μέμφειρα
μεμφητός
μεμφίδες
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμφωλή
View word page
μεμορυχμένα
μεμορυχμένα·
μυσαρά, κτλ.
,
Hsch.
(v.
μορύσσω
).
μεμόσει·
μολύνει
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμορυχμένα
Headword (normalized):
μεμορυχμένα
Headword (normalized/stripped):
μεμορυχμενα
IDX:
66238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66239
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμορυχμένα·</span> <span class="foreign greek">μυσαρά, κτλ.</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">μορύσσω</span>). <span class="orth greek">μεμόσει·</span> <span class="foreign greek">μολύνει</span>, Id.</div><br><br>'}