Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
μεμπτός
μεμυδότος
μέμφειρα
μεμφητός
μεμφίδες
Μεμφίτιον
View word page
μεμόρηται
μεμόρηται, μεμορημένος, μεμορμένος,
A). v. μείρομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμόρηται
Headword (normalized):
μεμόρηται
Headword (normalized/stripped):
μεμορηται
IDX:
66236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμόρηται</span>, <span class="orth greek">μεμορημένος</span>, <span class="orth greek">μεμορμένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μείρομαι</span> .</div> </div><br><br>'}