Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
μεμπτός
μεμυδότος
μέμφειρα
View word page
μεμολυσμένως
μεμολυσμένως
, Adv.
A).
in a 'simmering' fashion
,
Gal.
9.897
(leg.
μεμωλ
-).
ShortDef
in a 'simmering' fashion
Debugging
Headword:
μεμολυσμένως
Headword (normalized):
μεμολυσμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμολυσμενως
IDX:
66233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66234
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμολυσμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a \'simmering\' fashion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 9.897 </span> (leg. <span class="itype greek">μεμωλ</span>-).</div> </div><br><br>'}