Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
μεμπτέος
View word page
μεμνονίδες
μεμνονίδες, αἱ,
A). = Μέμνονες (cf. Μέμνων II), Paus. 10.31.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμνονίδες
Headword (normalized):
μεμνονίδες
Headword (normalized/stripped):
μεμνονιδες
IDX:
66230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμνονίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Μέμνονες</span> (cf. <span class="foreign greek">Μέμνων</span> II), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:10:31:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0525.tlg001.perseus-grc1:10:31:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paus.</span> 10.31.6 </a>.</div> </div><br><br>'}