Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
μεμουνωμένος
View word page
μέμνεο
μέμνεο, μεμνέῳτο, μέμνημαι, μεμνῄμην,
A). v. μιμνῄσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμνεο
Headword (normalized):
μέμνεο
Headword (normalized/stripped):
μεμνεο
IDX:
66229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέμνεο</span>, <span class="orth greek">μεμνέῳτο</span>, <span class="orth greek">μέμνημαι</span>, <span class="orth greek">μεμνῄμην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μιμνῄσκω</span> .</div> </div><br><br>'}