Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναιρέτης
ἀναιρετικός
ἀναιρέτις
ἀναίρετος
ἀναιρέω
ἄναιρον
ἀναίρω
ἀναισθής
ἀναισθησία
ἀναισθησιολογία
ἀναισθητεύομαι
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχής
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
View word page
ἀναισθητεύομαι
ἀναισθ-ητεύομαι, = sq., condemned by Phryn. 329 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναισθητεύομαι
Headword (normalized):
ἀναισθητεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αναισθητευομαι
IDX:
6622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναισθ-ητεύομαι</span>, = sq., condemned by <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 329 </span>.</div><br><br>'}