Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόρηται
μεμόριον
μεμορυχμένα
View word page
μεμισημένως
μεμῑσημένως, Adv.,
A). gloss on δυσκόλως , Sch. Isoc. 3.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμισημένως
Headword (normalized):
μεμισημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμισημενως
IDX:
66228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμῑσημένως</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυσκόλως</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg014.perseus-grc1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg014.perseus-grc1:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isoc.</span> 3.1 </a>.</div> </div><br><br>'}