Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
View word page
μεμηχανημένως
μεμηχᾰνημένως, Adv.,(μηχανάομαι)
A). by stratagem, E. Ion 809 .


ShortDef

by stratagem

Debugging

Headword:
μεμηχανημένως
Headword (normalized):
μεμηχανημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμηχανημενως
IDX:
66225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμηχᾰνημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">μηχανάομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by stratagem</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg010.perseus-grc1:809" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg010.perseus-grc1:809/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ion</span> 809 </a>.</div> </div><br><br>'}