Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
View word page
μεμηνότως
μεμηνότως, Adv.,(μαίνομαι)
A). madly, J. AJ 16.7.3 .


ShortDef

madly

Debugging

Headword:
μεμηνότως
Headword (normalized):
μεμηνότως
Headword (normalized/stripped):
μεμηνοτως
IDX:
66224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμηνότως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">μαίνομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">madly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:16:7:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:16:7:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 16.7.3 </a>.</div> </div><br><br>'}