Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
μεμισημένως
μέμνεο
μεμνονίδες
Μέμνων
View word page
μεμηκώς
μεμηκώς,
A). v. μηκάομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμηκώς
Headword (normalized):
μεμηκώς
Headword (normalized/stripped):
μεμηκως
IDX:
66221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμηκώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μηκάομαι</span> .</div> </div><br><br>'}