Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμβραδοπώλης
μεμβράνα
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
View word page
μεμελλημένως
μεμελλημένως, Adv.
A). hesitatingly, J. BJ 6.1.3 .


ShortDef

hesitatingly

Debugging

Headword:
μεμελλημένως
Headword (normalized):
μεμελλημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελλημενως
IDX:
66217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμελλημένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hesitatingly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:6:1:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:6:1:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 6.1.3 </a>.</div> </div><br><br>'}