Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεμαίκυλον
μεμβράδιον
μεμβραδοπώλης
μεμβράνα
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
View word page
μεμελετημένως
μεμελετημένως, Adv.
A). in a practised manner, Plu. Pomp. 68 .


ShortDef

in a practised manner

Debugging

Headword:
μεμελετημένως
Headword (normalized):
μεμελετημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελετημενως
IDX:
66215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμελετημένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a practised manner</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg045:68" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg045:68/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pomp.</span> 68 </a>.</div> </div><br><br>'}