Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαίκυλον
μεμβράδιον
μεμβραδοπώλης
μεμβράνα
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετιμένος
μεμετρημένως
μεμηκώς
μέμηλε
View word page
μεμβρίδιον
μεμβρ-ίδιον,
A). v. μεμβράδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμβρίδιον
Headword (normalized):
μεμβρίδιον
Headword (normalized/stripped):
μεμβριδιον
IDX:
66212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμβρ-ίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεμβράδιον</span> .</div> </div><br><br>'}