Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελῴδημα
μελώδης
μελῳδητικός
μελῳδητός
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαίκυλον
μεμβράδιον
μεμβραδοπώλης
μεμβράνα
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
View word page
μεμβράδιον
μεμβράδιον, τό, Dim. of μεμβράς, Alex.Trall. Febr. 7 (where ἐμβράδια, v.l. μεμβρίδια).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμβράδιον
Headword (normalized):
μεμβράδιον
Headword (normalized/stripped):
μεμβραδιον
IDX:
66206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεμβράδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">μεμβράς</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg002:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg002:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Febr.</span> 7 </a> (where <span class="foreign greek">ἐμβράδια</span>, v.l. <span class="orth greek">μεμβρίδια</span>).</div><br><br>'}