μεμαίκυλον
μεμαίκυλον,
A). v. μιμαίκυλον . μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, μεμακυῖα, v. μηκάομαι . μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω . μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω . μέμβλωκα, v. βλώσκω . μεμβλώντων· τυχόντων, Id.