Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελύδριον
μέλω
μελῳδέω
μελῴδημα
μελώδης
μελῳδητικός
μελῳδητός
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαίκυλον
μεμβράδιον
μεμβραδοπώλης
μεμβράνα
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμβρίδιον
μεμελανωμένως
View word page
μέμαα
*μέμαα,
A). v. μέμονα .


ShortDef

to wish eagerly, strive, yearn, desire

Debugging

Headword:
μέμαα
Headword (normalized):
μέμαα
Headword (normalized/stripped):
μεμαα
IDX:
66203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">μέμαα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέμονα</span> .</div> </div><br><br>'}