Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελλώ2
μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκοπία
μελοκόπος
μέλομαι
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μελουργέω
μελουργός
μελουρίς
μέλοψ
μέλπηθρα
μελπήτωρ
View word page
μελοποιητής
μελοποι-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
=
μελοποιός
,
AP
11.143
(
Lucill.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελοποιητής
Headword (normalized):
μελοποιητής
Headword (normalized/stripped):
μελοποιητης
IDX:
66179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66180
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελοποι-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελοποιός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.143 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lucill.</span></span>).</div> </div><br><br>'}