Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελλυμέναιος
μέλλω1
μελλώ2
μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκοπία
μελοκόπος
μέλομαι
μελοποιέω
μελοποιητής
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μελουργέω
μελουργός
μελουρίς
μέλοψ
View word page
μέλομαι
μέλομαι
,
A).
v.
μέλω
A.
111
,
B.
II.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέλομαι
Headword (normalized):
μέλομαι
Headword (normalized/stripped):
μελομαι
IDX:
66177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66178
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέλω</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> 111 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> II.</div> </div><br><br>'}