Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελλόγαμος
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μελλόπαις
μελλόποσις
μελλοπρόεδρος
μελλοπρύτανις
μελλυμέναιος
μέλλω1
μελλώ2
μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκοπία
μελοκόπος
View word page
μελλοπρύτανις
μελλο-πρύτᾰνις
[
ῠ],
-
A).
designate,
POxy.
1414.24
(iii A. D.),
2110.13
(iv A. D.).
ShortDef
designate
Debugging
Headword:
μελλοπρύτανις
Headword (normalized):
μελλοπρύτανις
Headword (normalized/stripped):
μελλοπρυτανις
IDX:
66166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66167
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελλο-πρύτᾰνις</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>-<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">designate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1414.24 </span> (iii A. D.), <span class="bibl"> 2110.13 </span> (iv A. D.).</div> </div><br><br>'}