Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
μελλίχιος
μελλιχόμειδος
μέλλιχος
μελλιχόφωνος
μελλόγαμβρος
μελλόγαμος
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μελλόπαις
μελλόποσις
μελλοπρόεδρος
μελλοπρύτανις
μελλυμέναιος
View word page
μελλογυμνασίαρχος
μελλο-γυμνᾰσίαρχος
,
ὁ
, γυμνασίαρχος
-
A).
designate,
PLond.
2.1166.3
(i A. D.).
ShortDef
designate
Debugging
Headword:
μελλογυμνασίαρχος
Headword (normalized):
μελλογυμνασίαρχος
Headword (normalized/stripped):
μελλογυμνασιαρχος
IDX:
66157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66158
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελλο-γυμνᾰσίαρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, γυμνασίαρχος</span>-<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">designate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.1166.3 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}