Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέλλημα
μέλλησις
μέλλησμα
μελλησμός
μελλητέον
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
μελλίχιος
μελλιχόμειδος
μέλλιχος
μελλιχόφωνος
μελλόγαμβρος
μελλόγαμος
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
View word page
μελλιχόμειδος
μελλιχ-όμειδος, ον,
A). gently smiling, Alc. 55 .


ShortDef

gently smiling

Debugging

Headword:
μελλιχόμειδος
Headword (normalized):
μελλιχόμειδος
Headword (normalized/stripped):
μελλιχομειδος
IDX:
66152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελλιχ-όμειδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gently smiling</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0383.tlg001:55" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0383.tlg001:55/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alc.</span> 55 </a>.</div> </div><br><br>'}