Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελίχλωρος
μελίχματα
μελιχοίρινα
μελίχροος
μελιχρός
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μελίχρως
μέλκα
μέλκιον
μελλάκιον
μέλλαξ
μελλάρχων
μελλέβιος
μελλείρην
μελλειρονία
μελλέποσις
μελλέπταρμος
μελλέφηβος
μέλλημα
View word page
μέλκιον
μέλκιον·
κρήνη, νύμφαι, παίγνιον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέλκιον
Headword (normalized):
μέλκιον
Headword (normalized/stripped):
μελκιον
IDX:
66132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66133
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλκιον·</span> <span class="foreign greek">κρήνη, νύμφαι, παίγνιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}