Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελίφρων
μελίφυλλον
μελίφυρτος
μελίχλωρος
μελίχματα
μελιχοίρινα
μελίχροος
μελιχρός
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μελίχρως
μέλκα
μέλκιον
μελλάκιον
μέλλαξ
μελλάρχων
μελλέβιος
μελλείρην
μελλειρονία
μελλέποσις
View word page
μελιχρώδης
μελιχρώδης, ες,
A). = μελίχλωρος , AP 12.5 ( Strat.).


ShortDef

yellow as honey

Debugging

Headword:
μελιχρώδης
Headword (normalized):
μελιχρώδης
Headword (normalized/stripped):
μελιχρωδης
IDX:
66129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελιχρώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελίχλωρος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 12.5 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Strat.</span></span>).</div> </div><br><br>'}