Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελιττουργός
μελιττώδης
μελιττών
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίτωσις
μελίφθογγος
μελιφόρος
μελίφρων
μελίφυλλον
μελίφυρτος
μελίχλωρος
μελίχματα
μελιχοίρινα
μελίχροος
μελιχρός
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μελίχρως
μέλκα
View word page
μελίφυρτος
μελί-φυρτος, ον,
A). mixed with honey, ἤθεος ἁρμονίη AP 5.269 (Paul. Sil.).


ShortDef

mixed with honey

Debugging

Headword:
μελίφυρτος
Headword (normalized):
μελίφυρτος
Headword (normalized/stripped):
μελιφυρτος
IDX:
66121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελί-φυρτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed with honey</span>, <span class="quote greek">ἤθεος ἁρμονίη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.269 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}