Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελιτοῦς
μελιτόφυλλον
μελιτόχροος
μελιτόω
μέλιττα
μελίτταινα
μελίττιον
μελιττοπηχέω
μελιττοπόλος
μελιττοτρόφιον
μελιττουργός
μελιττώδης
μελιττών
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίτωσις
μελίφθογγος
μελιφόρος
μελίφρων
μελίφυλλον
μελίφυρτος
View word page
μελιττουργός
μελιττ-ουργός
,
μελιττ-ουργέω
,
μελιττ-ουργία
, Att. for
μελισς
-.
ShortDef
a bee-keeper
Debugging
Headword:
μελιττουργός
Headword (normalized):
μελιττουργός
Headword (normalized/stripped):
μελιττουργος
IDX:
66111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66112
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελιττ-ουργός</span>, <span class="orth greek">μελιττ-ουργέω</span>, <span class="orth greek">μελιττ-ουργία</span>, Att. for <span class="itype greek">μελισς</span>-.</div><br><br>'}