Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελιτοπωλέω
μελιτοπώλης
μελιτόρρυτος
μελιτουργέω
μελιτουργία
μελιτοῦς
μελιτόφυλλον
μελιτόχροος
μελιτόω
μέλιττα
μελίτταινα
μελίττιον
μελιττοπηχέω
μελιττοπόλος
μελιττοτρόφιον
μελιττουργός
μελιττώδης
μελιττών
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίτωσις
View word page
μελίτταινα
μελίττ-αινα, ,
A). = μελισσοβότανον , Dsc. 3.104 :—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίτταινα
Headword (normalized):
μελίτταινα
Headword (normalized/stripped):
μελιτταινα
IDX:
66106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίττ-αινα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελισσοβότανον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.104 </span>:—also <span class="orth greek">μελίττ-αιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Ps.- Dsc.ibid. Cf. <span class="foreign greek">μελίκταινα</span>.</div> </div><br><br>'}