Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελιτοποιός
μελιτοπωλέω
μελιτοπώλης
μελιτόρρυτος
μελιτουργέω
μελιτουργία
μελιτοῦς
μελιτόφυλλον
μελιτόχροος
μελιτόω
μέλιττα
μελίτταινα
μελίττιον
μελιττοπηχέω
μελιττοπόλος
μελιττοτρόφιον
μελιττουργός
μελιττώδης
μελιττών
μελιτώδης
μελίτωμα
View word page
μέλιττα
μέλιττα
,
ἡ
, Att. for
μέλισσα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέλιττα
Headword (normalized):
μέλιττα
Headword (normalized/stripped):
μελιττα
IDX:
66105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66106
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλιττα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Att. for <span class="foreign greek">μέλισσα</span>.</div><br><br>'}