Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελιτόεις
μελιτόν
μελιτοποιέω
μελιτοποιός
μελιτοπωλέω
μελιτοπώλης
μελιτόρρυτος
μελιτουργέω
μελιτουργία
μελιτοῦς
μελιτόφυλλον
μελιτόχροος
μελιτόω
μέλιττα
μελίτταινα
μελίττιον
μελιττοπηχέω
μελιττοπόλος
μελιττοτρόφιον
μελιττουργός
μελιττώδης
View word page
μελιτόφυλλον
μελῐτό-φυλλον, τό,
A). = μελισσόφυλλον , Sch. Nic. Al. 149 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελιτόφυλλον
Headword (normalized):
μελιτόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
μελιτοφυλλον
IDX:
66102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελῐτό-φυλλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελισσόφυλλον</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:149" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:149/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 149 </a>.</div> </div><br><br>'}