Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελιτερπής
μελιτέτροπα
μελιτηρός
Μελιτίδης
μελίτινος
μελίτιον
μελιτισμός
μελιτίτης
μελιτοειδής
μελιτόεις
μελιτόν
μελιτοποιέω
μελιτοποιός
μελιτοπωλέω
μελιτοπώλης
μελιτόρρυτος
μελιτουργέω
μελιτουργία
μελιτοῦς
μελιτόφυλλον
μελιτόχροος
View word page
μελιτόν
μελιτόν· κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῦκος, Hsch.;
A). v. μέλι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελιτόν
Headword (normalized):
μελιτόν
Headword (normalized/stripped):
μελιτον
IDX:
66093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66094
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελιτόν·</span> <span class="foreign greek">κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῦκος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέλι</span> .</div> </div><br><br>'}