Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
μελιτέτροπα
μελιτηρός
Μελιτίδης
μελίτινος
μελίτιον
μελιτισμός
μελιτίτης
μελιτοειδής
μελιτόεις
μελιτόν
μελιτοποιέω
μελιτοποιός
μελιτοπωλέω
View word page
Μελιτίδης
Μελῑτίδης
,
A).
f.l. for
Μελητίδης
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Μελιτίδης
Headword (normalized):
μελιτίδης
Headword (normalized/stripped):
μελιτιδης
IDX:
66086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66087
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Μελῑτίδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">Μελητίδης</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}