Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελίσσω
μελισσών
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
μελιτέτροπα
μελιτηρός
Μελιτίδης
μελίτινος
μελίτιον
μελιτισμός
μελιτίτης
μελιτοειδής
μελιτόεις
μελιτόν
μελιτοποιέω
View word page
μελιτέτροπα
μελιτέτροπα·
τὴν χλαμύδα οὕτω καλοῦσιν
,
Hsch.
μελιτήμερον·
ἡδύ, γλυκύ
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελιτέτροπα
Headword (normalized):
μελιτέτροπα
Headword (normalized/stripped):
μελιτετροπα
IDX:
66084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66085
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελιτέτροπα·</span> <span class="foreign greek">τὴν χλαμύδα οὕτω καλοῦσιν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μελιτήμερον·</span> <span class="foreign greek">ἡδύ, γλυκύ</span>, Id.</div><br><br>'}