Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
μελισσόφυτον
μελίσσω
μελισσών
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
μελιτέτροπα
μελιτηρός
Μελιτίδης
μελίτινος
View word page
μελίστακτος
μελί-στακτος, ον, = foreg. 2 ,
A). Μοῦσαι AP 4.1.33 ( Mel.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίστακτος
Headword (normalized):
μελίστακτος
Headword (normalized/stripped):
μελιστακτος
IDX:
66077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελί-στακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg. <span class="bibl"> 2 </span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">Μοῦσαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 4.1.33 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}