Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
μελισσόφυτον
μελίσσω
μελισσών
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
μελιτέτροπα
View word page
μελίσσω
μελίσσω,
A). = μειλίσσω , An.Ox. 2.218 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίσσω
Headword (normalized):
μελίσσω
Headword (normalized/stripped):
μελισσω
IDX:
66074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μειλίσσω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.218 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}