Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσοτρόφος
μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
μελισσόφυτον
μελίσσω
μελισσών
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
View word page
μελισσόφυτον
μελισσό-φῠτον, τό, = foreg., Nic. Th. 677 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελισσόφυτον
Headword (normalized):
μελισσόφυτον
Headword (normalized/stripped):
μελισσοφυτον
IDX:
66073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσό-φῠτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:677" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:677/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 677 </a>.</div><br><br>'}