Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσότοκος
μελισσοτρόφιον
μελισσοτρόφος
μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
μελισσόφυτον
μελίσσω
μελισσών
μελισταγής
μελίστακτος
μελιστής
μελιστί
Μελιταῖος
μελίτεια
View word page
μελισσόφονος
μελισσό-φονος,
A). apiastra, i. e. μέροψ, Gloss.


ShortDef

apiastra

Debugging

Headword:
μελισσόφονος
Headword (normalized):
μελισσόφονος
Headword (normalized/stripped):
μελισσοφονος
IDX:
66071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσό-φονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">apiastra</span>, i. e. <span class="foreign greek">μέροψ</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}