Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
μελισσοσόος
μελισσότευκτος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφιον
μελισσοτρόφος
μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
μελισσόφυτον
μελίσσω
View word page
μελισσουργεῖον
μελισσουργ-εῖον, τό,
A). beehive, Aesop. 289 .


ShortDef

beehive

Debugging

Headword:
μελισσουργεῖον
Headword (normalized):
μελισσουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
μελισσουργειον
IDX:
66064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσουργ-εῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">beehive</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:289" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:289/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aesop.</span> 289 </a>.</div> </div><br><br>'}