Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσοκόμος
μελισσοκράς
μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
μελισσοσόος
μελισσότευκτος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφιον
μελισσοτρόφος
μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσόφυλλον
View word page
μελισσοτρόφιον
μελισσο-τρόφιον, Att. μελιττ-, τό,
A). = μελισσών , prob. for melitrophia (pl.) in Varro RR 3.16 .


ShortDef

melitrophia

Debugging

Headword:
μελισσοτρόφιον
Headword (normalized):
μελισσοτρόφιον
Headword (normalized/stripped):
μελισσοτροφιον
IDX:
66062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσο-τρόφιον</span>, Att. <span class="orth greek">μελιττ-</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελισσών</span> , prob. for <span class="tr" style="font-weight: bold;">melitrophia</span> (pl.) in Varro <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">RR</span> 3.16 </span>.</div> </div><br><br>'}