Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελισσόβοτος
μελισσοκόμος
μελισσοκράς
μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
μελισσοσόος
μελισσότευκτος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφιον
μελισσοτρόφος
μελισσουργεῖον
μελισσουργέω
μελισσουργία
μελισσουργικός
μελισσουργός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
View word page
μελισσότοκος
μελισσό-τοκος, ον,
A). produced by bees: metaph., honied, ὕμνοι AP 7.12 .


ShortDef

produced by bees, honied

Debugging

Headword:
μελισσότοκος
Headword (normalized):
μελισσότοκος
Headword (normalized/stripped):
μελισσοτοκος
IDX:
66061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66062
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσό-τοκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">produced by bees</span>: metaph., <span class="tr" style="font-weight: bold;">honied</span>, <span class="quote greek">ὕμνοι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.12 </span> .</div> </div><br><br>'}