Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέλισσᾰ
μελισσαῖος
μελίσσειος
μελισσεύς
μελισσήεις
μελισσία
μελίσσιος
μελισσοβότανον
μελισσόβοτος
μελισσοκόμος
μελισσοκράς
μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
μελισσοσόος
μελισσότευκτος
μελισσότοκος
μελισσοτρόφιον
μελισσοτρόφος
View word page
μελισσοκράς
μελισσο-κράς
(parox. cod.)
· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελισσοκράς
Headword (normalized):
μελισσοκράς
Headword (normalized/stripped):
μελισσοκρας
IDX:
66053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66054
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισσο-κράς</span> (parox. cod.)<span class="foreign greek">· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}