Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέλισμα
μελισμάτιον
μελισμός
μελίσπονδα
μέλισσᾰ
μελισσαῖος
μελίσσειος
μελισσεύς
μελισσήεις
μελισσία
μελίσσιος
μελισσοβότανον
μελισσόβοτος
μελισσοκόμος
μελισσοκράς
μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
μελισσοσόος
View word page
μελίσσιος
μελίσς-ιος,
A). v. μελίσσειος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίσσιος
Headword (normalized):
μελίσσιος
Headword (normalized/stripped):
μελισσιος
IDX:
66049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίσς-ιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μελίσσειος</span> .</div> </div><br><br>'}