Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελίσκιον
μέλισμα
μελισμάτιον
μελισμός
μελίσπονδα
μέλισσᾰ
μελισσαῖος
μελίσσειος
μελισσεύς
μελισσήεις
μελισσία
μελίσσιος
μελισσοβότανον
μελισσόβοτος
μελισσοκόμος
μελισσοκράς
μελισσονόμος
μελισσόομαι
μελισσοπόλος
μελισσοπόνος
μελισσόρυτος
View word page
μελισσία
μελισς-ία, ,
A). = μελισσών , Gp. 15.6.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελισσία
Headword (normalized):
μελισσία
Headword (normalized/stripped):
μελισσια
IDX:
66048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελισς-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελισσών</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 15.6.1 </span>.</div> </div><br><br>'}