μελίσσειος
μελίσς-ειος, α, ον, = foreg., κηρίον μ.
A). honeycomb, Ev.Luc. 24.42 ( v.l. μελίσσιον ); μελίσσειον or μελίσσιον alone, s. vv. νύμφη, σής, , Sch. Al. 547 ; also μελίσσιον· σμῆνος,
II). μελίσσειον,, beehive, (iii B. C.). 467