Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελικός
μελικράς
μελίκρατον
μελίκταινα
μελικτής
μελιλώτινος
μελίλωτον
μελίμηλον
μελίνεως
μελίνη
μέλινον
μέλινος
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελιοῦχος
μελίπαις
μελίπηκτον
μελίπνοος
μελιπτέρωτος
μελίπτορθος
μελιρραθάμιγξ
View word page
μέλινον
μέλινον
,
τό
,
A).
=
μελισσόφυλλον
, dub. in Varro
RR
3.16
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέλινον
Headword (normalized):
μέλινον
Headword (normalized/stripped):
μελινον
IDX:
66021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66022
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλινον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελισσόφυλλον</span> , dub. in Varro <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">RR</span> 3.16 </span>.</div> </div><br><br>'}