μελίνη
μελίνη [ῐ],
A). = ἔλυμος , Italian millet, Setaria italica, ; 3.117 κνήμη μελίνης Fr. 608 : in pl., millet-fields, An. 2.4.13 , . 8.45
II). name of an animal, δέρμα μελίνης ἄνεργον Edict.Diocl. Geronthr. 8.29 (v.l. μελεινον Aeg.); perh. badger, cf. Lat. mēles, mellina.
III). = τοῦ πολύποδός τι μέρος ,