Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελικράς
μελίκρατον
μελίκταινα
μελικτής
μελιλώτινος
μελίλωτον
μελίμηλον
μελίνεως
μελίνη
μέλινον
μέλινος
μέλινος
Μελινοφάγοι
μελιοῦχος
μελίπαις
μελίπηκτον
μελίπνοος
μελιπτέρωτος
View word page
μελίνεως
μελίνεως·
εἶδος ἀμπέλου
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελίνεως
Headword (normalized):
μελίνεως
Headword (normalized/stripped):
μελινεως
IDX:
66019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίνεως·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ἀμπέλου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}