Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίϊνος
μελίκακι
μελίκηρᾰ
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελικράς
μελίκρατον
μελίκταινα
μελικτής
μελιλώτινος
μελίλωτον
μελίμηλον
View word page
μελίκηρος
μελί-κηρος
,
ὁ
,
A).
beeswax,
PMed.Lond.
155 ii 1
,
15
.
ShortDef
beeswax
Debugging
Headword:
μελίκηρος
Headword (normalized):
μελίκηρος
Headword (normalized/stripped):
μελικηρος
IDX:
66008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66009
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελί-κηρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">beeswax,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMed.Lond.</span> 155 ii 1 </span>,<span class="bibl"> 15 </span>.</div> </div><br><br>'}